μεγαλο-πράγμων

μεγαλο-πράγμων

μεγαλο-πράγμων, ον, große Thaten thuend, Großes unternehmend; Xen. Hell. 5, 2, 36; Plut. Agesil. 32; D. C. 63, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ιδιοπράγμων — ἰδιοπράγμων, ον (Α) αυτός που φροντίζει μόνο για τα ατομικά του συμφέροντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • ισχυροπράγμων — ἰσχυροπράγμων ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλα έργα, που κατορθώνει μεγάλες, ανδρείες πράξεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + πράγμων (< πράγμα), πρβλ. μεγαλο πράγμων, πολυ πράγμων] …   Dictionary of Greek

  • κακοπράγμων — ον (AM κακοπράγμων, ον) αυτός που ασχολείται με το κακό, που προκαλεί βλάβη, βλαβερός, επιβλαβής («οὐ μεγαλοπράγμων τε καὶ κακοπράγμων εἶναι», Ξεν.). επίρρ... κακοπραγμόνως (AM) επιβλαβώς, κατά τρόπο κακοπράγμονα, που προξενεί κακό, βλάβη.… …   Dictionary of Greek

  • πολυπράγμων — όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν 1. αυτός που ασχολείται με πολλά πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις 2. αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τόν αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις μσν. αρχ. ο άκριτα περίεργος αρχ. ο… …   Dictionary of Greek

  • καλοπραγμοσύνη — καλοπραγμοσύνη, ἡ (Α) η δραστηριότητα για επίτευξη καλών έργων. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + πραγμοσύνη (< πράγμων < πρᾶγμα), πρβλ. μεγαλο πραγμοσύνη, πολυ πραγμοσύνη] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”