μεγαλο-πρεπής

μεγαλο-πρεπής

μεγαλο-πρεπής, ές, ein großer Mann, anständig, von großen u. edlen Gesinnungen, bes. in Verwendung seines Vermögens anständigen Aufwand machend, freigebig u. prachtliebend, νεανικοὶ καὶ μ. τὰς διανοίας Plat. Rep. VI, 503 c u. A.; auch von Sachen, prächtig, großartig, ἔδωκε αὐταῖς δωρεὴν μεγαλοπρεπεστάτην Her. 6, 122; ταφῆς καλῆς τε καὶ μεγαλοπρεποῦς τυγχάνει Plat. Menex. 234 c; καλοὶ λόγοι καὶ μεγαλοπρεπεῖς Conv. 210 d; Prot. 338 a u. öfter; λέξις, Arist. rhet. 3, 12; – τὸ μεγαλοπρεπές, Isocr. 1, 27; Plat. Legg. VII, 795 e. Vgl. bes. Arist. Eth. 4, 2; – μεγαλοπρεπῶς, Plat. oft u. Folgde; μ. χρήσασϑαί τινι, Pol. 5, 70, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεοπρεπής — ές (AM θεοπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε θεό, ο θεϊκός 2. θαυμάσιος, θαυμαστός («θέαμα σεμνὸν καὶ θεοπρεπές», Πλούτ.) επίρρ... θεοπρεπώς (AM θεοπρεπῶς) με θεοπρεπή τρόπο, με τρόπο που ταιριάζει σε θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + πρεπής (<… …   Dictionary of Greek

  • θηριοπρεπής — ές (Α θηριοπρεπής, ές) αυτός που αρμόζει σε θηρίο. επίρρ... θηριοπρεπῶς (Α) με θηριοπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + πρεπής (< πρέπω «φαίνομαι, ομοιάζω»), πρβλ. αξιο πρεπής, μεγαλο πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • ιεροπρεπής — ές (ΑΜ ἱεροπρεπής, ές) 1. αυτός που αρμόζει σε ιερό πρόσωπο ή σε ιερή τελετή 2. (για πρόσ.) σεβάσμιος, αξιοσέβαστος. επίρρ... ιεροπρεπώς (Α ἱεροπρεπῶς) με ιεροπρεπή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • νεκροπρεπής — νεκροπρεπής, ές (Α) αυτός που αρμόζει στους νεκρούς («νεκροπρεπὲς μνῆμα», Γρηγ. Ναζ.) επίρρ... νεκροπρεπῶς (Α) με τρόπο που αρμόζει σε νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)* + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. ιερο πρεπής, μεγαλο πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • πολυπρεπής — ές Α πολύ διαπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής, μεγαλο πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • μικκοπρεπής — μικκοπρεπής, ές (Α) (δωρ. τ.) μικροπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικκός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • μικροπρεπής — ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, ές) αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος αρχ. 1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές α) το… …   Dictionary of Greek

  • νεαροπρεπής — νεαροπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει στους νεωτέρους 2. αυτός που γίνεται κατά τη νεανική ηλικία 3. αυτός που φαίνεται νέος ή αυτός που έχει νεανική γοητεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεαρός + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλο πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • νεοπρεπής — νεοπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που αρμόζει σε νεαρά άτομα, ο νεανικός («μή πῃ πρεσβύτας ὑμᾱς ὄντάς νεοπρεπὴς ὢν ὁ λόγος παραπείσῃ», Πλάτ.) 2. αυτός που έχει φρόνημα νεανικό, ελευθέριος, υπερβολικός 3. νεωτεριστικός, μοντέρνος («κατασκευὰς… …   Dictionary of Greek

  • φιλοπρεπής — ές, Α αυτός που τού αρέσει η ευπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + πρεπής (< πρέπω «αρμόζω»), πρβλ. μεγαλο πρεπής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”