μεγαλ-αλκής

μεγαλ-αλκής

μεγαλ-αλκής, ές, von großer Stärke, Sp., wie Or. Sib.; poet. bei Plut. Flam. 16; Hesych. erkl. μεγαλοσϑενής.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλκής — μεγαλκής, ές (Α) μεγα λαλκής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέγα * + αλκής (< ἀλκή), πρβλ. μεγαλ αλκής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλαλκής — μεγαλαλκής, ές (Α) αυτός που έχει μεγάλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + αλκής (< ἀλκή), πρβλ. αριστ αλκής, παν αλκής] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόκερος — και μεγάκερως, ο (Α μεγαλόκερως, ων, Μ μεγαλόκερος, ον) νεοελλ. (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος γιγαντιαίας άλκης το οποίο ανήκει στην οικογένεια cervidae μσν. αρχ. αυτός που έχει μεγάλα κέρατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κερως (< κέρας), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”