μεγα-θαμβής

μεγα-θαμβής

μεγα-θαμβής, ές, hoch erstaunt, Opp. Cyn. 2, 488.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαθαμβής — μεγαθαμβής, ές (Α) έκθαμβος, κατάπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + θαμβής (< θάμβος), πρβλ. πολυ θαμβής] …   Dictionary of Greek

  • πολυθαμβής — ές, ΜΑ πολύ έκθαμβος, πολύ κατάπληκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ** + θαμβής (< θάμβος, τό «κατάπληξη»), πρβλ. μεγα θαμβής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”