- μεγαλό-μασθος
μεγαλό-μασθος, mit großen Brüsten, Euter, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-μασθος, mit großen Brüsten, Euter, Geopon.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
καλλίμασθος — και καλλίμαστος, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που έχει ωραίους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + μασθος (< μασθός), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] … Dictionary of Greek
κατάμασθος — κατάμασθος, ον (Α) το θηλ. ἡ κατάμασθος αυτή που έχει μεγάλους, εξογκωμένους μαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + μασθος (< μασθός «μαστός»), πρβλ. γυναικό μασθος, μεγαλό μασθος] … Dictionary of Greek