- μεγαλό-δωρος
μεγαλό-δωρος, große, prächtige Geschenke machend, im superl. μεγαλοδωρότατος, Ar. Pax 388; Pol. 10, 5, 6; Luc. Tim. 21; τὸ μεγαλόδωρον, = μεγαλοδωρία, Plut. Ant. 4. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-δωρος, große, prächtige Geschenke machend, im superl. μεγαλοδωρότατος, Ar. Pax 388; Pol. 10, 5, 6; Luc. Tim. 21; τὸ μεγαλόδωρον, = μεγαλοδωρία, Plut. Ant. 4. 43.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόδωρος — κακόδωρος, ον (Α) αυτός που έχει δωρηθεί με κακό σκοπό. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος, φιλό δωρος] … Dictionary of Greek
ολβιόδωρος — ὀλβιόδωρος, ον (ΑΜ) αυτός που χαρίζει, που παρέχει ευτυχία («ἵν ἁ ὀλβιόδωρος αὔξει ζαθέα χθών», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβιος «ευδαίμων, ευτυχισμένος» + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος] … Dictionary of Greek
ολιγόδωρος — ὀλιγόδωρος, ον (Α) αυτός που χαρίζει λίγα δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος] … Dictionary of Greek
πάνδωρος — Μυθολογικός ήρωας της Αττικής, γιος του Ερεχθέα και της Πραξιθέας και πατέρας του Άλκωνα. Είχε αδέλφια του τον Κέκροπα, το Μητίονα, την Πρόκριδα, την Κρέουσα, τη Χθονία και την Ωρείθυια. Λέγεται πως ήταν ιδρυτής της Χαλκίδας στην Εύβοια. * * * ον … Dictionary of Greek
ποικιλόδωρος — ον, ΜΑ αυτός που έχει ή, κυρίως δίνει, ποικίλα δώρα, αιολόδωρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό δωρος] … Dictionary of Greek
πολύδωρος — I Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ο μικρότερος γιος του Πρίαμου και της Λαοθόης, που κατά τον Όμηρο σκοτώθηκε από τον Αχιλλέα. Ο Ευρυπίδης στην Εκάβη τον αναφέρει ως γιο του Πρίαμου και της Εκάβης που σκοτώθηκε από τον Πολυμήστορα,… … Dictionary of Greek