- μεγαλό-ζηλος
μεγαλό-ζηλος, Erkl. von ἀγάζηλος, E. M. 5, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-ζηλος, Erkl. von ἀγάζηλος, E. M. 5, 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόζηλος — η, ο (Α κακόζηλος, ον) 1. αυτός που μιμείται κάτι κακώς, χωρίς επιτυχία 2. αυτός που γίνεται με κακή και άτεχνη απομίμηση 3. (ρητ.) αυτός που κάνει χρήση κακού, επιτηδευμένου ύφους («κακόζηλος ῥήτωρ», Διογ. Λαέρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
μεσόζηλα — μεσόζηλα, τὰ (Μ) φρ. «μεσόζηλα ἐσωφόρια» εσώρουχα τα οποία προορίζονταν για εκείνους που είχαν μέσο ανάστημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. λεπτό ζηλος, μεγαλό ζηλος)] … Dictionary of Greek
ομόζηλος — ὁμόζηλος, ον (Α) 1. αυτός που έχει τον ίδιο ή παρόμοιο ζήλο 2. (για συγγραφέα) αυτός που καλλιεργεί το ίδιο φιλολογικό είδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. μεγαλό ζηλος)] … Dictionary of Greek
πολύζηλος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αδελφός των τυράννων των Συρακουσών Γέλωνα και Ιέρωνα. Με τον θάνατο του Γέλωνα παντρεύτηκε τη χήρα του και ανέλαβε τη στρατηγία. Ήρθε σε σύγκρουση με τον αδελφό του Ιέρωνα που είχε αναλάβει την αρχή, αλλά η σύρραξη… … Dictionary of Greek
μεγαλόζηλος — μεγαλόζηλος, ον (ΑM) μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεγαλόζηλα ενδύματα κατάλληλα για ψηλούς ανθρώπους αρχ. αυτός που έχει μεγάλο ζήλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ζῆλος (πρβλ. ετερό ζηλος, πολύ ζηλος)] … Dictionary of Greek
ευζήλωτος — εὐζήλωτος, ον (Μ) 1. αυτός που διαπνέεται από μεγάλο ζήλο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐζήλωτον θερμός ζήλος, μεγάλος ενθουσιασμός. επίρρ... εὐζηλώτως με ζήλο, με ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ζηλωτός (< ζηλώ)] … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
ρομαντισμός — Πνευματικό κίνημα που εμφανίστηκε στο τέλος του 18ου αι. στη Γερμανία και διαδόθηκε κατά τις πρώτες δεκαετίες του επόμενου στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Αμερική. Η λέξη romantic (από την οποία προέρχεται ο όρος), από την ισπανική romance,… … Dictionary of Greek
Γραμματείς — Εβραίοι ερμηνευτές του Μωσαϊκού Νόμου (Τορά),των οποίων το λειτούργημα στον ιουδαϊσμό είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος, δίπλα στο ιερατείο και στους προφήτες. Κατά τη Βαβυλώνια Αιχμαλωσία διατήρησαν την ισραηλιτική θρησκευτικοφιλολογική παράδοση.… … Dictionary of Greek
Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… … Dictionary of Greek
Επιφάνιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Σαλαμίνος Κύπρου (315; – 401). Φημιζόταν για τη γλωσσομάθεια και την ευρυμάθειά του καθώς και για τις επισκέψεις του σε πολλούς ξένους τόπους. Σε νεαρή ηλικία ασκήτεψε στην Αίγυπτο. Μετά… … Dictionary of Greek