- μεγαλό-κλονος
μεγαλό-κλονος, großes Geräusch machend, Clem. Al. protr. p. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-κλονος, großes Geräusch machend, Clem. Al. protr. p. 90.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολεμόκλονος — ον, Α αυτός που εγείρει τον θόρυβο τού πολέμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + κλόνος «θόρυβος πολέμου» (πρβλ. μεγαλό κλονος] … Dictionary of Greek