μεγαλότης

μεγαλότης

μεγαλότης, ητος, ἡ, = μέγεϑος, Chrysipp. bei Plut. de virt. mor. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλότητα — μεγαλότης fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητας — μεγαλότης fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητι — μεγαλότης fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητος — μεγαλότης fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλότητα — και μεγαλότη, η (ΑM μεγαλότης, ητος, Μ και μεγαλότητα και μεγαλότη) [μεγάλος] μέγεθος νεοελλ. μσν. μεγαλείο, λαμπρότητα μσν. ισχύς, δύναμη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”