- μεγαλό-τεχνος
μεγαλό-τεχνος, von großer Kunst, Arist. mund. 6; τὸ μεγαλότεχνον καὶ ἀξιωματικόν, das Große in der Kunst, Dion. Hal. iud. Isocr. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-τεχνος, von großer Kunst, Arist. mund. 6; τὸ μεγαλότεχνον καὶ ἀξιωματικόν, das Große in der Kunst, Dion. Hal. iud. Isocr. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακότεχνος — η, ο (AM κακότεχνος, ον) κακώς κατασκευασμένος, κακοφτειαγμένος, κακής τέχνης, άτεχνος, άκομψος, ακαλαίσθητος («κακότεχνη εικόνα») νεοελλ. (για πρόσ.) κακός τεχνίτης, ακαλαίσθητος τεχνίτης μσν. 1. αυτός που γνωρίζει μαγικές τέχνες 2. (για βιβλίο) … Dictionary of Greek
ομότεχνος — η, ο (Α ὁμότεχνος, ον) αυτός που ασκεί την ίδια τέχνη με άλλον, σύντεχνος αρχ. 1. (τίτλος για γιατρό) έμπειρος, ικανός 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὁμότεχνος ο συνάδελφος, ο συντεχνίτης, ο συνεργάτης 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμότεχνον συντεχνία, σωματείο… … Dictionary of Greek