- μεγαλό-τοξος
μεγαλό-τοξος, mit großem Bogen, E. M. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-τοξος, mit großem Bogen, E. M. 3, 23.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ομότοξος — ὁμότοξος, ον (Α) αυτός που έχει όμοιο τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + τόξον (πρβλ. μεγαλό τοξος)] … Dictionary of Greek