- μεγαλό-στερνος
μεγαλό-στερνος, mit großer Brust, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-στερνος, mit großer Brust, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξύστερνος — ὀξύστερνος, ον (Α) (για ζώα) αυτός που έχει προτεταμένο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + στερνος (< στέρνον), πρβλ. μεγαλό στερνος, πλατύ στερνος] … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek
μεγαλόστερνος — μεγαλόστερνος, ον (ΑM) αυτός που έχει μεγάλο στέρνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στέρνον (πρβλ. αμφί στερνος, ευρύ στερνος)] … Dictionary of Greek