- μεγαλό-σταχυς
μεγαλό-σταχυς, υος, großährig, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-σταχυς, υος, großährig, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μικρόσταχυς — μικρόσταχυς, υ (Α) αυτός που έχει ή παράγει μικρό στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στάχυς (πρβλ. καλλί σταχυς, μεγαλό σταχυς)] … Dictionary of Greek
φερέσταχυς — υ, ΜΑ (ποιητ. τ.) αυτός που έχει ή παράγει στάχυς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέρω (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. φέρω) + στάχυς (πρβλ. μεγαλό σταχυς)] … Dictionary of Greek
πολύσταχυς — υ, ΜΑ αυτός που έχει πολλά στάχια («Δάματερ πολύσταχυ», θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στάχυς (πφλ. μεγαλό σταχυς)] … Dictionary of Greek
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
μεγαλόσταχυς — μεγαλόσταχυς, υ (Α) αυτός που έχει μεγάλο στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στάχυς (πρβλ. καλλί σταχυς, πολύ σταχυς)] … Dictionary of Greek
άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… … Dictionary of Greek
πεντάνευρο — (πλαντάγο το μεγάλο). Φυτό της οικογένειας των πλανταγινιδών (δικοτυλήδονα), κοινότατο σε όλη την Ελλάδα, σε καλλιεργούμενους και χέρσους αγρούς, κατά μήκος των δρόμων και των ρυακιών, γύρω από τα σπίτια κ.α. Ανθίζει από την άνοιξη έως και όλο το … Dictionary of Greek