- μεγαλό-σπλαγχνος
μεγαλό-σπλαγχνος, eigtl. mit großen Eingeweiden, namentlich vom entzündeten Zustande derselben, Hippocr.; übertr., groß-, hochmüthig, ψυχή, Eur. Med. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-σπλαγχνος, eigtl. mit großen Eingeweiden, namentlich vom entzündeten Zustande derselben, Hippocr.; übertr., groß-, hochmüthig, ψυχή, Eur. Med. 109.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θρασύσπλαγχνος — θρασύσπλαγχνος, ον (Α) γενναιόκαρδος, άφοβος. επίρρ... θρασυσπλάγχνως (Α) επίρρ. άφοβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + σπλαγχνος < σπλάγχνα (πρβλ. εύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος)] … Dictionary of Greek
χαλκόσπλαγχνος — ον, Α μτφ. σκληρόκαρδος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σπλαγχνος (< σπλάγχνον), πρβλ. θρασύ σπλαγχνος, μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
πολύσπλαγχνος — ον, ΜΑ πολύ ευσπλανχνικός, πολυεύσπλανχνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + σπλαγχνος (< σπλάγχνα «καρδιά»), πρβλ. μεγαλό σπλαγχνος] … Dictionary of Greek
μεγαλόσπλαγχνος — μεγαλόσπλαγχνος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλο το υπογάστριο 2. αυτός που έχει μεγάλα σπλάγχνα 3. αυτός που προκαλεί εξόγκωση στα σπλάγχνα («οἶνος μεγαλόσπλαγχνος σπληνὸς καὶ ἥπατος», Ιπποκρ.) 4. μεγαλόψυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + σπλάγχνα … Dictionary of Greek