- μεγαλό-στομος
μεγαλό-στομος, großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-στομος, großmündig, großmäulig; Arist. part. an. 3, 1; Schol. Pind. N. 1, 61.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εύστομος — η, ο (ΑΜ εὔστομος, ον) ευφραδής, εύγλωττος αρχ. 1. (για ζώα και ιδιαίτερα για σκυλιά) αυτός που έχει ισχυρό στόμα («αἱ κύνες ἀπὸ τῶν προσώπων φαιδραὶ καὶ εὔστομοι», Ξεν.) 2. (για ποτήρια) με μεγάλο στόμιο 3. (για λιμάνι) αυτός που έχει μεγάλη… … Dictionary of Greek
ετερόστομος — η, ο (Α ἑτερόστομος, ον) (για κοφτερά όργανα) αυτός που έχει ένα μόνο στόμα (δηλ. κόψη), αυτός που είναι κοφτερός από τη μία μόνο πλευρά, ο μονόκοπος αρχ. 1. (για άγκυρα) αυτός που έχει έναν μόνο όνυχα, δηλ. άγκιστρο, που χώνεται στον θαλάσσιο… … Dictionary of Greek
ηδύστομος — ἡδύστομος, ον (Α) ευτράπελος, αστείος, παιγνιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
θρασύστομος — θρασύστομος, ον (Α) αυθάδης, αυτός που μιλά αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + στομος (< στόμα), πρβλ. αμφί στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
κρατερόστομος — κρατερόστομος, ον (Μ) αυτός που μιλά με τραχύτητα, που έχει τραχιά γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + στομος (< στόμα), πρβλ. αθυρό στομος, μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
στενόστομος — η, ο / στενόστομος, ον, ΝΑ (ιδίως για αγγείο) αυτός που έχει στενό στόμα, στενό στόμιο («στενόστομα ποτήρια», Αρτεμίδ. Δαλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + στομος (< στόμα), πρβλ. μεγαλό στομος] … Dictionary of Greek
μικρόστομος — η, ο (Α μικρόστομος, ον) αυτός που έχει μικρό στόμα ή μικρό στόμιο νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόστομο ζωολ. γένος ραβδόκοιλων στροβιλιστικών πλατυελμίνθων τής οικογένειας τών μικροστομιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + στόμα (πρβλ. μεγαλό… … Dictionary of Greek
παχύστομος — η, ο / παχύστομος, ον, ΝΑ 1. (για φιάλη) αυτός που έχει πλατύ και χειλοειδές στόμιο, πλατύστομος 2. (για πρόσ.) μτφ. (ιδίως για βαρβάρους) αυτός που προφέρει τις λέξεις με παχιά, τραχιά προφορά νεοελλ. 1. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλατύ στόμα με … Dictionary of Greek
μεγαλόστομος — η, ο (ΑM μεγαλόστομος, ον) αυτός που έχει μεγάλο στόμα νεοελλ. αυτός που χρησιμοποιεί πομπώδεις εκφράσεις, μεγαλορρήμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + στόμα (πρβλ. αυθαδό στομος)] … Dictionary of Greek
πηγαδόστομος — η, ο, Ν (για πρόσ.) αυτός που έχει στόμα μεγάλο σαν το στόμιο τού πηγαδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηγάδι + στομος (< στόμα)] … Dictionary of Greek