- μεγαλ-ωφελής
μεγαλ-ωφελής, ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-ωφελής, ές, sehr nützend, Plut. S. N. V. 7; bei Suid. Erkl. von ἐριούνιος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλωφελής — μεγαλωφελής, ές (Α) εξαιρετικά ωφέλιμος, πολύ χρήσιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ὄφελος (πρβλ. κοιν ωφελής). Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek