- μεγαλωσύνη
μεγαλωσύνη, ἡ, Größe, Großartigkeit, Suid. u. Sp., oft ist v. l. μεγαλοσύνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλωσύνη, ἡ, Größe, Großartigkeit, Suid. u. Sp., oft ist v. l. μεγαλοσύνη.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλωσύνη — greatness fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλωσύνῃ — μεγαλωσύνη greatness fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλωσύνη — η (ΑM μεγαλωσύνη) βλ. μεγαλοσύνη … Dictionary of Greek
μεγαλωσύναις — μεγαλωσύνη greatness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλωσύνην — μεγαλωσύνη greatness fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλωσύνης — μεγαλωσύνη greatness fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοσύνη — και μεγαλωσύνη, η (ΑM μεγαλωσύνη, Μ και μεγαλοσύνη) [μεγάλος] μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια νεοελλ. αξιοπρέπεια, υπερηφάνεια μσν. 1. απεραντοσύνη 2. μέγεθος … Dictionary of Greek
величиѥ — ВЕЛИЧИ|Ѥ (35), ˫А с. Величие: Да въпадемъ сѩ въ роуцѣ г҃ни. а не въ роуцѣ чл҃къ ˫ако величиѥ ѥго тако и милость ѥго (ἠ μεγαλωσύνη) Изб 1076, 187 об.; кто оуже си вьс˫а исправить. како не въсхотѣ славы мира сего како не въсхотѣ веселитис˫а съ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
величьствиѥ — ВЕЛИЧЬСТВИ|Ѥ (21), ˫А с. 1.Величина: не възри на лице перваго с҃на Иѡсѣѥва ни ѡбразоу величьстви˫а ѥго оудивисѩ (τοῦ μεγέϑους) ГА XIII XIV, 82а; при томь Роди˫анѩне море ѡбладавше поставиша въ ѡстровѣ мѣдѩнъ коумиръ сл҃нцю. ѥгоже величьстви˫а… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
-σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… … Dictionary of Greek
συνεπαίρω — ΜΑ [ἐπαίρω] (κυριολ. και μτφ.) υψώνω, εγείρω κάποιον ή κάτι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον ή με κάτι άλλο (α. «ἔδει δὲ τὰ πρόσθια σκέλη συνεπαίρειν», Αριστοτ. β. «τῇ μεγαλωσύνῃ αὐτοῡ τὸν εὔφημον ἦχον οἷόν τινι μεγαλοφώνῳ σάλπιγγι συνεπαίροντα», Γρηγ … Dictionary of Greek