μεγαλωστί

μεγαλωστί

μεγαλωστί, großartig, groß; μέγας μεγαλωστί vrbdt Hom. Il. 16, 776, wo Schol. ἐπὶ μέγαν τόπον des dabeistehenden κεῖτο wegen erkl., über einen großen Raum hin, vgl. 18, 26 Od. 24, 40; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 838; einfach = μεγάλως, z. B. μ. προςέπταισε Her. 2, 161, τιμᾶν, 5, 67, ὑπεδέξατο, prächtig, 6, 70; einzeln bei Sp., wie Luc. Zeus. 8; την προαίρεσιν ἀποδέχεσϑαι, eifrig, Pol. 28, 11, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγαλωστί — (Α) επίρρ. 1. σε μεγάλη έκταση, φαρδιά πλατιά 2. μεγαλοπρεπώς, λαμπρά 3. τεράστια, πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρ. σχηματισμένο πιθ. από το επίρρ. μεγάλως + επιρρμ. κατάλ. τί (πρβλ. αρχ. ινδ. cid) κατά τα νεωστί, ἱερωστί] …   Dictionary of Greek

  • μεγαλωστί — far and wide epic ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …   Dictionary of Greek

  • ταχεωστί — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) ταχέως, γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ταχέως + επιρρμ. κατάλ. τί, κατά το μεγαλωστί] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”