- μεγαλ-ωπός
μεγαλ-ωπός, großäugig, Opp. Cyn. 2, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλ-ωπός, großäugig, Opp. Cyn. 2, 177.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλωπός — (I) μεγαλωπός, όν (Μ) αρκετά μεγάλος μεγαλούτσικος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγάλος + κατάλ. ωπός*]. (II) μεγαλωπός, όν (Α) αυτός που έχει μεγάλα μάτια, μεγαλόφθαλμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ωπός (< ὄψις), πρβλ. ευρ ωπός] … Dictionary of Greek