- μεγαλό-πτωχος
μεγαλό-πτωχος, ein großer Armer, sehr arm, Stob.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαλό-πτωχος, ein großer Armer, sehr arm, Stob.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτωχογνωμοσύνη — ἡ, Μ νοοτροπία φτωχού, φιλαργυρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + γνωμοσύνη (< γνώμων < γνώμων < γιγνώσκω), πρβλ. μεγαλο γνωμοσύνη] … Dictionary of Greek
πτωχοφανής — ές, Μ αυτός που εμφανίζεται ως φτωχός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + φανής (< φαίνω, φαίνομαι), πρβλ. μεγαλο φανής] … Dictionary of Greek