- μεγα-κῡδής
μεγα-κῡδής, ές, sehr ruhmvoll; ἀστοί, Ep. ad. 120 (App. 328); ἄνδρες, Man. 2, 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγα-κῡδής, ές, sehr ruhmvoll; ἀστοί, Ep. ad. 120 (App. 328); ἄνδρες, Man. 2, 150.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
θεοκυδής — θεοκυδής, ές (Α) αυτός που τιμάται σαν θεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κυδής (< κύδος), πρβλ. μεγα κυδής, φερε κυδής] … Dictionary of Greek
μεγακυδής — μεγακυδής, ές (Α) πολύ δοξασμένος, ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κυδής (< κῦδος), πρβλ. ερι κυδής, φερε κυδής] … Dictionary of Greek
πολυκυδής — ές, Α αυτός που έχει πολύ κύδος, μεγάλη δόξα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κυδής (< κῦδος, το «δόξα, φήμη»), πρβλ. μεγα κυδής, φίλο κυδής] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek