μειδιαστικός

μειδιαστικός

μειδιαστικός, zum Lächeln geneigt, Schol. Ar. Plut. 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μειδιαστικός — ή, ό (Α μειδιαστικός, ή, όν) [μειδιώ] 1. αυτός που έχει σχέση με το μειδίαμα ή έχει κλίση προς το μειδίαμα 2. συνεκδ. αυτός που είναι συνήθως γελαστός, πρόσχαρος …   Dictionary of Greek

  • μειδιαστικόν — μειδιαστικός conducive to smiling masc acc sg μειδιαστικός conducive to smiling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”