- μιγμός
μιγμός, ὁ, das Mischen, die Vermischung, D. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιγμός, ὁ, das Mischen, die Vermischung, D. L.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μιγμός — μιγμός, ὁ (Α) [μίγνυμι / μείγνυμι] μίγμα … Dictionary of Greek
μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… … Dictionary of Greek