μιγνύω

μιγνύω

μιγνύω, = μίγνυμι, Pind. u. einzeln in Prosa.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μιγνύω — και μειγνύω (ΑΜ μείγνυμι και μίγνυμ.ι και μειγνύω και μιγνύω και μίγω. Α και σμιγνύω και μίσγω) ανακατεύω, συγχωνεύω, ζυμώνω, συμφύρω αρχ. 1. (με εχθρική σημασία) εμπλέκω σε φιλονικία ή διχόνοια, συμπλέκω 2. φέρνω κάποιον σε επαφή ή σε σχέση με… …   Dictionary of Greek

  • μιγνύω — μῑγνύω , μίγνυμι mix pres subj act 1st sg μῑγνύω , μίγνυμι mix pres subj act 1st sg μῑγνύω , μίγνυμι mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μίγμα — και μείγμα, το (Α μίγμα και μεῑγμα και αιολ. τ. μεῑχμα) κάθε προϊόν ανάμιξης νεοελλ. 1. χημ. το προϊόν τής ανάμιξης περισσότερων σωμάτων, χωρίς να συντελείται χημική αντίδραση 2. φρ. α) «μίγμα καύσιμο» τεχνολ. μίγμα ατμών υγρού καυσίμου, όπως λ.χ …   Dictionary of Greek

  • μίξη — και μείξη, η (ΑΜ μίξις, εως, Α και μεῑξις) [μ(ε)ίγνυμι] 1. η ενέργεια τού μιγνύω, ανάμιξη, ανακάτωμα («σηπομένου τοῡ ὕδατος καὶ μίξιν τινὰ λαμβάνοντος πρὸς τὴν γῆν», Θεόφρ.) 2. η επαφή, η συνεύρεση με άλλο πρόσωπο (α. «σαρκική μίξη» β. «μίξις… …   Dictionary of Greek

  • μίσγω — (Α) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • μείγνυμι — (Α) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • μειγνύω — (ΑM μειγνύω, Α και μείγνυμι) βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

  • σμιγνύω — ΜΑ βλ. μιγνύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”