- μεγ-αυχής
μεγ-αυχής, ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγ-αυχής, ές, = μεγαλαυχής; παγκράτιον, Pind. N. 11, 21; δαίμων, Aesch. Pers. 633; sp. D., wie Θῆβαι Ep. ad. 288 (Plan. 102); auch ὁ σκάπτροισι μεγαυχής, stolz auf, Antip. Sid. 93 (VII, 427).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγαυχής — μεγαυχής, ές (Α) 1. ένδοξος, φημισμένος («μεγαυχεῑ παγκρατίῳ)», Πίνδ.) 2. αυτός που υπερηφανεύεται, που καυχιέται για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + αυχής (< αὐχῶ «υπερηφανεύομαι»), πρβλ. μεγ αυχής, υψ αυχής] … Dictionary of Greek