- μεγα-σθενής
μεγα-σθενής, ές, = μεγαλοσϑενής; Γαιάοχος, Pind. Ol. 1, 25; auch χρυσός, I. 4, 2; Ἐρινύς, Aesch. Spt. 70 u. öfter; Λοξίας, Eum. 61; sp. D., wie Maneth. 3, 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγα-σθενής, ές, = μεγαλοσϑενής; Γαιάοχος, Pind. Ol. 1, 25; auch χρυσός, I. 4, 2; Ἐρινύς, Aesch. Spt. 70 u. öfter; Λοξίας, Eum. 61; sp. D., wie Maneth. 3, 357.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεγασθενής — (4ος αι. π.Χ.). Ιστοριογράφος. Ο βασιλιάς Σέλευκος ο Νικάτωρ τον έστειλε πρεσβευτή στον Ινδό βασιλιά Σανδρόκοττο. Ο Μ. έμεινε αρκετό καιρό στο παλάτι του τελευταίου στον Γάγγη και έγραψε ένα βιβλίο για τις Ινδίες, τα Ινδικά. Μία περίληψη των… … Dictionary of Greek
πυρισθενής — και πυροσθενής, ές, ΜΑ αυτός που είναι τόσο ισχυρός όσο και η φωτιά («πυρισθενής Διόνυσος», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι / πυρο (βλ. λ. πυρ) + σθενής (< σθένος), πρβλ. δορι σθενής, μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
ομοιοσθενής — ὁμοιοσθενής, ές (Μ) αυτός που έχει το ίδιο σθένος, δηλαδή την ίδια δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] … Dictionary of Greek
ομοσθενής — ὁμοσθενής, ές (Α) αυτός που έχει το ίδιο σθένος την ίδια ισχύ, ίση δύναμη με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + σθενής (< σθένος), πρβλ. μεγα σθενής] … Dictionary of Greek