- μειρακίσκος
μειρακίσκος, ὁ, dim. von μεῖραξ, von Thom. Mag. verworfen; Plat. aber sagt ἦν δὴ παῖς, μᾶλλον δὲ μειρακίσκος, Phaedr. 237 b u. A., vgl. Lob. Phryn. 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακίσκος, ὁ, dim. von μεῖραξ, von Thom. Mag. verworfen; Plat. aber sagt ἦν δὴ παῖς, μᾶλλον δὲ μειρακίσκος, Phaedr. 237 b u. A., vgl. Lob. Phryn. 213.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακίσκος — μειρακίσκος, ὁ (Α) [μείραξ] παλικαράκι, νεαρός … Dictionary of Greek
μειρακίσκος — lad masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκε — μειρακίσκος lad masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκοι — μειρακίσκος lad masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκοις — μειρακίσκος lad masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκον — μειρακίσκος lad masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκου — μειρακίσκος lad masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκους — μειρακίσκος lad masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκων — μειρακίσκος lad masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκῳ — μειρακίσκος lad masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκιον — μειρακίσκιον, τὸ (Α) [μειρακίσκος] υποκορ. τού μειρακίσκος … Dictionary of Greek