μειρακίζομαι

μειρακίζομαι

μειρακίζομαι, ein Knabe werden, aus den Kinderjahren in die Knabenjahre kommen, ὅσοι εἰς ἡλικίαν ἐμειρακίσαντο, Arr. An. 4, 13, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μειρακίζω — (ΑM) [μείραξ] μσν. παριστάνω τον έφηβο αρχ. (το μέσ.) μειρακίζομαι (για νέο) μεταβαίνω από την παιδική ηλικία στην ηλικία τών μειρακίων, γίνομαι μειράκιο, γίνομαι έφηβος …   Dictionary of Greek

  • μειρακιούμαι — μειρακιοῡμαι, όομαι (Α) [μειράκιον] μειρακίζομαι* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”