- μειρακίσκη
μειρακίσκη, ἡ, dim. von μεῖραξ, Mägdlein, Ar. Ran. 410 Plut. 963.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακίσκη, ἡ, dim. von μεῖραξ, Mägdlein, Ar. Ran. 410 Plut. 963.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μειρακίσκη — μειρακίσκη, ἡ (Α) [μείραξ] 1. μικρό κορίτσι, κοριτσάκι 2. (ειρωνικά) κοριτσόπουλο … Dictionary of Greek
μειρακίσκη — little girl fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκην — μειρακίσκη little girl fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακίσκης — μειρακίσκη little girl fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek