μινύρομαι

μινύρομαι

μινύρομαι, = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνϑ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μινύρομαι — (Α) 1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία 2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • ἀναμινύρῃ — ἀναμινύ̱ρῃ , ἀνά μινύρομαι warble aor subj mp 2nd sg ἀναμινύ̱ρῃ , ἀνά μινύρομαι warble pres subj mp 2nd sg ἀναμινύ̱ρῃ , ἀνά μινύρομαι warble pres ind mp 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινυρός — κινυρός, ά, όν (Α) θρηνώδης, γοερός («κινηρός γόος», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λεξιλογική ομάδα κινυρός, κινυρίζω, κινύρομαι συνδέεται άμεσα με εκείνη τών μινυρός, «αυτός που κλαψουρίζει» μινυρίζω, μινύρομαι «παραπονούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • μινυρομένα — μινῡρομένᾱ , μινύρομαι warble pres part mp fem nom/voc/acc dual μινῡρομένᾱ , μινύρομαι warble pres part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύρεο — μινύ̱ρεο , μινύρομαι warble pres imperat mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) μινύ̱ρεο , μινύρομαι warble imperf ind mp 2nd sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύρεται — μινύ̱ρεται , μινύρομαι warble aor subj mp 3rd sg (epic) μινύ̱ρεται , μινύρομαι warble pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύρου — μινύ̱ρου , μινύρομαι warble pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) μινύ̱ρου , μινύρομαι warble imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινυρίζω — (Α μινυρίζω) 1. παραπονιέμαι με σιγανή φωνή, σιγοκλαίω, κλαψουρίζω («εμινύριζεν ακόμη η θρηνώδης φωνή τού βρέφους», Παπαδ.) 2. τραγουδώ με σιγανή φωνή, σιγοτραγουδώ («ὅδ αὖ μινυρίζων δεῡρό τις προσέρχεται», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η… …   Dictionary of Greek

  • ολοφύρομαι — (Α ὀλοφύρομαι, αιολ. τ. ὀλοφύρρω) θρηνώ με στεναγμούς και ξεφωνητά, κλαίω γοερά, οδύρομαι, σκούζω («φίλοι δ ἅμα πάντες ἕποντο πολλ ὀλοφυρόμενοι ὡς εἰ θανατόνδε κιόντα», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. αισθάνομαι συμπάθεια και οίκτο για τις συμφορές τών άλλων,… …   Dictionary of Greek

  • μινυρομένη — μινῡρομένη , μινύρομαι warble pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μινύρεσθαι — μινύ̱ρεσθαι , μινύρομαι warble pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”