μινύς

μινύς

(μινύς, ύ, klein, wenig, vgl. minor, ist nur von den Gramm. angenommen, als Stammwort zu μινύϑω, μίνυνϑα, μινυρός; Rust. 273, 2 hat auch μινυός).


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μινύς — μινύς, ύ (Α) μικρός, βραχύς, λίγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύθω] …   Dictionary of Greek

  • μινύθω — (Α) (μόνο στον ενεστ. και στον ιων. πρτ. μινύθεσκον) 1. καθιστώ κάτι μικρότερο, περικόπτω («Ζεὺς δ ἀρετὴν ἄνδρεσσιν ὀφέλλει τε μινύθει τε», Ομ. Ιλ.) 2. ελαττώνω κατά τον αριθμό 3. γίνομαι μικρότερος, ελαττώνομαι («μινύθῃ δὲ τε ἔργον», Ησίοδ.) 4.… …   Dictionary of Greek

  • αμείνων — ἀμείνων ( ονος), ον (Α) συγκριτικό τού επιθέτου αγαθός 1. ικανότερος, γενναιότερος 2. προτιμότερος, ωφελιμότερος 3. τὰ ἀμείνω το σωστό, το δίκαιο 4. το επίρρ. ἄμεινον και ἀμεινόνως συγκριτικό τού εὖ. [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος συγκριτικού βαθμού τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • μινυός — (Μ) (κατά τον Ευστ.) μικρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. συνδέεται με το αμφίβολης μαρτυρίας επίθ. μινύς «μικρός, ολίγος» (βλ. λ. μινύθω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”