- μινύριγμα
μινύριγμα, τό, = μινύρισμα, Philoxen. com. Ath. IV, 147 c, scheint verderbt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μινύριγμα, τό, = μινύρισμα, Philoxen. com. Ath. IV, 147 c, scheint verderbt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μινύριγμα — μινύριγμα, τὸ (Α) είδος εδωδίμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύρισμα] … Dictionary of Greek
μινυρίγματα — μινύριγμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μινύρισμα — το (Α μινύρισμα) 1. σιγανό κελάηδημα («ξουθαὶ ἀηδονίδες μινυρίσμασιν ἀντιαχεῡσι μέλπουσαι στόμασιν τὰν μελίγηριν ὄπα», Θεόκρ.) 2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα τών δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι νεοελλ. κλαψούρισμα.… … Dictionary of Greek