- ξιφιστύς
ξιφιστύς, ύος, ἡ, ion. = ξιφισμός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιφιστύς, ύος, ἡ, ion. = ξιφισμός, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιφιστύς — ξιφιστύς, ύος, ἡ (Α) ιων. τ. (κατά τον Ησύχ.) «μαχαιρομαχία», ξιφασκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα τύς (πρβλ. ακοντισ τύς)] … Dictionary of Greek
ξιφιστύς — ξιφιστύ̱ς , ξιφιστύς sword play fem acc pl ξιφιστύς sword play fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τυς — τυος, Α αρχαϊκό καταληκτικό σύστημα ρηματικών ονομάτων, δηλωτικών τού ποιού ενεργείας συνωνύμων τών θηλ. σε σις (πρβλ. βιβρώσκω: βρω τύς «βρώση», ἀλαόω: ἀλαω τύς «τύφλωση», βοάω: βοη τύς «βοή»). Η κατάληξη ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή * tu /* tw… … Dictionary of Greek