ξιφιστήρ

ξιφιστήρ

ξιφιστήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm; Plut. Pomp. 42; Heliod. 9, 23.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ξιφιστήρ — ξιφιστήρ, ὁ (Α) λωρίδα από την οποία κρεμούσαν το ξίφος, ζωστήρας ξίφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξιφίζω + επίθημα τήρ (πρβλ. βραχιονισ τήρ, κορυφισ τήρ) ή απευθείας από ξίφος] …   Dictionary of Greek

  • ξιφιστῆρα — ξιφιστήρ sword belt masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”