- ξιφύδριον
ξιφύδριον, τό, dim. von ξίφος (?). So heißt die Muschel τελλίνη, Xenocr. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιφύδριον, τό, dim. von ξίφος (?). So heißt die Muschel τελλίνη, Xenocr. 30.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξιφύδριον — και, κατά τον Ησύχ., σκιφύδριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού ξίφος) 1. μικρό ξίφος 2. η τελλίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
ξιφύδρια — ξιφύδριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξίφος — Ευθύ και σχετικά πλατύ αγχέμαχο όπλο, σε χρήση ήδη από την προϊστορική εποχή. Το ξ. αποτελείται από τη λεπίδα (έλασμα) και τη λαβή (κώπη). Η λεπίδα, μεταλλικό κοφτερό στέλεχος τριγωνικής τομής και ποικίλου μήκους (0,90 1 μ.), φέρει ένα αυλάκι σε… … Dictionary of Greek
σκιφύδριον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. ξιφύδριον … Dictionary of Greek
τελλίνη — η, ΝΑ, και τελλίνα Ν, και δωρ. τ. τελλίνα και τέλλη και τέλλις Α νεοελλ. ζωολ. συγγενικό προς το γένος δόναξ γένος δίθυρων μαλακίων τής οικογένειας τελλινίδες είδη τού οποίου απαντούν και στην Ελλάδα αρχ. είδος μικρού οστράκου, το οποίο, λόγω τού … Dictionary of Greek