μεταλλευτικός

μεταλλευτικός

μεταλλευτικός, zum Aufsuchen des Metalls, zum Bergbau gehörig; ἡ μεταλλευτική, der Bergbau, Arist. pol. 1, 11; – metallisch, κτῆμα, Plat. Legg. VIII, 847 d.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταλλευτικός — ή, ό (Α μεταλλευτικός, ή, όν) [μεταλλεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μεταλλείο, στη μετάλλευση ή στον μεταλλευτή («μεταλλευτική έρευνα») 2. ικανός, έμπειρος στην αναζήτηση και εξόρυξη μετάλλων 3. το θηλ. ως ουσ. η μεταλλευτική (ενν.… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλευτικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στα μέταλλα ή στην εξαγωγή μετάλλων: Μεταλλευτική βιομηχανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταλλευτικόν — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc acc sg μεταλλευτικός skilled in searching for metals neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικαί — μεταλλευτικός skilled in searching for metals fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικοῖς — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικοῦ — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτική — μεταλλευτικός skilled in searching for metals fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταλλευτικῷ — μεταλλευτικός skilled in searching for metals masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βιομηχανία — Κάθε εργασία με την οποία μετατρέπεται μια πρώτη ύλη σε είδος χρήσιμο για τον άνθρωπο. Με τον όρο β. δηλώνεται στην οικονομική γλώσσα η δραστηριότητα που αποβλέπει να επαυξήσει την ωφελιμότητα και την αξία των ήδη υπαρχόντων αγαθών με τη… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλευτικάν — μεταλλευτικά̱ν , μεταλλευτικός skilled in searching for metals fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”