μεταλλευτήρ

μεταλλευτήρ

μεταλλευτήρ, ῆρος, ὁ, = Folgdm, ὀδούς, Paul. Sil. Ecphr. 204.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεταλλευτήρ — μεταλλευτήρ, ῆρος, ὁ (Α) μεταλλευτής, μεταλλωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεταλλεύω + επίθημα τήρ (πρβλ. μεταλλακ τήρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”