- μεταλλευτός
μεταλλευτός, in der Erde aufgesucht, ausgegraben, wie Metall und dergleichen, Arist. meteor. 3, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλλευτός, in der Erde aufgesucht, ausgegraben, wie Metall und dergleichen, Arist. meteor. 3, 6 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλλευτός — μεταλλευτός, ή, όν (Α) [μεταλλεύω] 1. αυτός που μπορεί να ληφθεί με μετάλλευση 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μεταλλευτά καθετί που μεταλλεύεται, όπως σίδηρος, χαλκός κ.λπ., σε αντιδιαστολή προς τα ορυκτά … Dictionary of Greek
μεταλλευτός — to be got by mining masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευτόν — μεταλλευτός to be got by mining masc acc sg μεταλλευτός to be got by mining neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευτοῖς — μεταλλευτός to be got by mining masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευτοί — μεταλλευτός to be got by mining masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευτῆς — μεταλλευτός to be got by mining fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευτά — μεταλλευτά̱ , μεταλλευτής one who searches for metals masc nom/voc/acc dual μεταλλευτής one who searches for metals masc voc sg μεταλλευτής one who searches for metals masc nom sg (epic) μεταλλευτός to be got by mining neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευτῶν — μεταλλευτής one who searches for metals masc gen pl μεταλλευτός to be got by mining fem gen pl μεταλλευτός to be got by mining masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευταῖς — μεταλλευτής one who searches for metals masc dat pl μεταλλευτός to be got by mining fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευταί — μεταλλευτής one who searches for metals masc nom/voc pl μεταλλευτός to be got by mining fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταλλευτάς — μεταλλευτά̱ς , μεταλλευτής one who searches for metals masc acc pl μεταλλευτά̱ς , μεταλλευτής one who searches for metals masc nom sg (epic doric aeolic) μεταλλευτά̱ς , μεταλλευτός to be got by mining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)