- μετ-αλδήσκω
μετ-αλδήσκω (s. ἀλδήσκω), umwachsen lassen, d. i. im Wachsen umgestalten, μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι, in gewaffnete Männer, Ap. Rh. 3, 414.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετ-αλδήσκω (s. ἀλδήσκω), umwachsen lassen, d. i. im Wachsen umgestalten, μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι, in gewaffnete Männer, Ap. Rh. 3, 414.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεταλδήσκω — (Α) μεταβάλλομαι, μεταμορφώνομαι καθώς αυξάνομαι, αυξάνομαι υπό άλλη μορφή («μεταλδήσκοντας ὀδόντας ἀνδράσι τευχηστῇσι δέμας», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀλδήσκω «αυξάνομαι»] … Dictionary of Greek