- μετα-ληπτικός
μετα-ληπτικός, ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετα-ληπτικός, ή, όν, fähig theilzunehmen, theilnehmend, τινός, Plut. plac. phil. 1, 19. – Zur μετάληψις gehörig, Gramm.
http://www.zeno.org/Pape-1880.