μετα-λαμβάνω

μετα-λαμβάνω

μετα-λαμβάνω (s. λαμβάνω), 1) Theil woran nehmen, c. gen., καμάτου, Pind. N. 10, 79, wie Ar. Plut. 370; vollständiger, Ἆρεως μοῖραν μεταλαβὼν ἔχει τινά, Eur. Bacch. 302, wie Her. τῶν ἐπίπλων τὰ ἡμίσεα μεταλαβεῖν, 6, 23; τῆς ληΐης, 4, 64; ἀμείνονος μοίρας, Plat. Phaedr. 248 e, öfter; auch ὅταν μὴ μέλιτός τι μεταλαμβάνῃ, Rep. VIII, 565 a; ἐὰν ὁ διώκων μὴ μεταλάβῃ τὸ πέμπτον μέρος τῶν ψήφων, Legg. XII, 948 d, öfter; Andoc. 1, 33 u. öfter bei den Oratt., ὀλίγας ψήφους, Dem. 59, 10; Sp. – Auch im med., τούτου μεταλαμβάνονται τοῦ ὀνόματος Λυδοί, Her. 4, 45, sie nehmen ihn für sich, eignen ihn sich zu. – 2) nach einem Andern nehmen, Xen. re equ. 10, 6, λόγον, nach einem Andern das Wort nehmen, antworten, Pol. 17, 2, 2. 29, 9, 1; auch ohne den Zusatz, antworten, 10, 38, 1 u. öfter; absol., ἅμα τῷ μεταλαβεῖν τὸ τῆς νυκτός, mit dem Eintreten der Nacht, 15, 30, 2; häufig auch τὴν ἀρχήν, τὴν στρατηγίαν, die Prätur nach Einem übernehmen, ihm im Amte folgen, 5, 40, 6. 4, 37, 7. – 3) anders nehmen, ändern, vertauschen, τὸν πόλεμον άντ' εἰρήνης, Thuc. 1, 120, vgl. 6, 87; ὃταν τὰ ἀλλήλων ὄργανα μεταλαμβάνωσι καὶ τὰς τιμάς, Plat. Rep. IV, 434 b; ἱμάτια, die Kleider wechseln, Xen. Cyr. 4, 5, 4, wie τὰς ἐσϑῆτας, Pol. 3, 78, 3; τὴν σκευήν, Luc. Nigr. 24; auch ἔϑη, Pol. 6, 25, 11, öfter; auch μετέλαβον τὴν Ἐλληνικὴν κατασκευὴν τῶν ὅπλων, sie änderten ihre Waffen u. nahmen die griechischen an, 6, 25, 8. – Auf eine andere Weise fassen, sagen, auslegen, Philostr.; bei Ath. VIII, 336 f = parodiren.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • χειρ — η / χείρ, χειρός, ΝΜΑ, και χείρα Ν, και αιολ. τ. χήρ Α 1. το χέρι 2. (ιδίως) το άκρο χέρι 3. συνεκδ. το άτομο τού οποίου το χέρι έκανε κάτι (α. «χειρ Χριστόδουλου Καλλέργη» ο εικονογράφος Χριστόδουλος Καλλέργης β. «χειρ δ ὁρᾷ τὸ δράσιμον», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • μεταλαβαίνω — και μεταλαμβάνω (ΑM μεταλαμβάνω, Μ και μεταλαβαίνω) [λαβαίνω/ λαμβάνω] 1. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω 2. λαμβάνω την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ νεοελλ. 1. (για ιερέα) δίνω σε κάποιον την Αγία Μετάληψη, κοινωνώ κάποιον 2. καλώ με απεσταλμένο μου… …   Dictionary of Greek

  • υπό — ὑπὸ, ΝΜΑ και επικ. τ. ὑπαί και αιολ. τ. ὐπά και βοιωτ. τ. ὑπά και αιολ. τ. ὑπύ και αρκαδικός τ. ὁπύ και οἱπό, Α δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και, μόνον στην αρχαία με δοτ. ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. την αιτία… …   Dictionary of Greek

  • Accentuation Du Grec Ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec — ancien L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle… …   Wikipédia en Français

  • Accentuation du grec ancien — L accentuation du grec ancien distingue trois accents : aigu (´), grave ( ) et circonflexe (῀) ; ils indiquent une élévation de la voix au niveau de la voyelle frappée par l accent. L accent aigu peut être porté par une voyelle brève ou …   Wikipédia en Français

  • αναλαμβάνω — (Α ἀναλαμβάνω Ν αναλαβαίνω) 1. παίρνω (στα χέρια μου), λαμβάνω 2. δέχομαι να φέρω σε πέρας κάποια εργασία ή υπόθεση, επωμίζομαι την ευθύνη για κάτι 3. αρχίζω να εργάζομαι ως υπάλληλος σε υπηρεσία, αποκτώ κάποιο αξίωμα 4. ανακτώ τις δυνάμεις μου,… …   Dictionary of Greek

  • Liste unregelmäßiger Verben im Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

  • Unregelmäßige Verben des Neugriechischen — Unregelmäßige Verben im Neugriechischen sind Verben, die entweder hinsichtlich ihrer Stämme oder ihrer Endungen Besonderheiten aufweisen und nicht nach den üblichen Konjugationsregeln der neugriechischen Verben flektiert werden.… …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”