- μετα-λαγχάνω
μετα-λαγχάνω (s. λαγχάνω), 1) durch das Loas, das Schicksal einen Theil wovon bekommen, erhalten, μετέλαχες τύχας Οἰδιπόδα μέρος, Eur. Suppl. 1077; gew. c. gen., Plat. Rep. IV, 429 a u. sonst, auch Gorg. i. A., von Tim. lex. falsch ἀφυστερεῖν, ἀποτυγχάνειν τοῦ κλήρου erkl.; ὅσα δένδρα κάλλους μετείληχεν, Luc. Amor. 12. – 2) auch trans., einen Antheil wovon geben, zugestehen, Λυκοῦργος τοῖς ἐμμείνασι πολιτείας μεταλαγχάνει, Ael. V. H. 12, 43; vgl. Plut. Aristid. 6.
http://www.zeno.org/Pape-1880.