- πόλεμόνδε
πόλεμόνδε, adv. von πόλεμος, in den Krieg, Kampf, Hom., bes. in der Il.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόλεμόνδε, adv. von πόλεμος, in den Krieg, Kampf, Hom., bes. in der Il.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόλεμονδε — πόλεμόνδε , πόλεμόνδε into the fight indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμόνδε — επικ. τ. πτολεμόνδε, Α 1. προς τη μάχη 2. προς τον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον τού πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. πόλιν δε)] … Dictionary of Greek
πόλεμονδ' — πόλεμόνδε , πόλεμόνδε into the fight indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Homeric Greek — is the form of Ancient Greek that was used by Homer in the Iliad and Odyssey. It is an archaic version of Ionic Greek, with admixtures from certain other dialects, such as Aeolic Greek. It later served as the basis of Epic Greek, the language of… … Wikipedia
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek