πόντιος

πόντιος

πόντιος, auch 2 Endgn, Eur. Alc. 606, aus, von od. in dem Meere; ὕδωρ, Pind. Ol. 2, 70; auch πέ-λαγος, 7, 56 (wie ἅλς Eur. Hec. 610, νοτίς 1259); Θέτις, N. 3, 35; ϑεός, I. 7, 34; κύματα, Aesch. Prom. 89; κλύδων, 4, 29, u. sonst, wie Soph., ϑύελλα O. C. 1655, u. öfter; auch Poseidon heißt so, 1074, wie ὁ πόντιος ἄναξ Eur. Hipp. 44, u. oft ohne Zusatz; vgl. H. h. 21, 3; auch ναῠς, ἀκτή u. dgl.; σάλος Ar. Thesm. 872, οἶδμα Av. 250; seltener in Prosa, πόντιαι νῆσοι, im Ggstz der πρόςγειοι, Arist. meteor. 2, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόντιος — of the sea masc nom sg πόντιος of the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πόντιος — Πόντιος, ο θηλ. ια αυτός που κατάγεται από την περιοχή του Πόντου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πόντιος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Μαρτύρησε στην Κρήτη, στα χρόνια του Δέκιου (249 – 251) με αποκεφαλισμό, μαζί με τους Θεόδουλο, Σατορνίνο, Εύπορο, Γελάσιο, Ευνικιανό, Ζωτικό, Αγαθόπου, Βασιλίδη και Ευάρεστο. Η μνήμη του τιμάται στις 23… …   Dictionary of Greek

  • Πόντιος — Πόντις fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πιλάτος Πόντιος — Ρωμαίος επίτροπος στην Ιουδαία, που είχε επικυρώσει τη θανατική καταδίκη του Ιησού Χριστού. Είχε διοριστεί από τον Τιβέριο ως πέμπτος επίτροπος από τότε που είχε αρχίσει η ρωμαϊκή κατοχή στην Ιουδαία για τη δεκαετία 26 36 μ.Χ. Πιθανολογείται η… …   Dictionary of Greek

  • ποντίω — πόντιος of the sea masc/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/neut gen sg (doric aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut nom/voc/acc dual πόντιος of the sea masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόντιον — πόντιος of the sea masc acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg πόντιος of the sea masc/fem acc sg πόντιος of the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίων — πόντιος of the sea fem gen pl πόντιος of the sea masc/neut gen pl πόντιος of the sea masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίοις — πόντιος of the sea masc/neut dat pl πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίοισι — πόντιος of the sea masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) πόντιος of the sea masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποντίου — πόντιος of the sea masc/neut gen sg πόντιος of the sea masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”