- πόντισμα
πόντισμα, τό, das ins Meer Geworfene, Eur. Hel. 1564.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόντισμα, τό, das ins Meer Geworfene, Eur. Hel. 1564.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόντισμα — το, ΝΑ [ποντίζω] νεοελλ. πόντιση αρχ. οτιδήποτε ρίχνεται στη θάλασσα … Dictionary of Greek
πόντισμα — το, ατος και πόντιση, η η πράξη και το αποτέλεσμα του ποντίζω (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποντίσματα — πόντισμα that which is cast into the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)