μισθώσιμος

μισθώσιμος

μισθώσιμος, zu vermiethen, zu verpachten; μισϑώσιμα μισϑοῦσϑαι, Dem. 24, 40 in einem Gesetze; κατάλυσιν μισϑωσίμην εὑρεῖν, Macho bei Ath. VIII, 337 c.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μισθώσιμος — μισθώσιμος, ον (Α) [μίσθωσις] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσμα τα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου …   Dictionary of Greek

  • μισθώσιμος — that can be hired masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μισθώσιμα — μισθώσιμος that can be hired neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυκληρώσιμος — ναυκληρώσιμος, ον (Α) 1. (για ακίνητα) μισθώσιμος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ναυκληρώσιμοι στέγαι τὰ πανδοκεῑα». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναύκληρος + κατάλ. ώσιμος κατά το μισθώσιμος] …   Dictionary of Greek

  • μισθωσιμαίος — μισθωσιμαῑος, α, ον (Α) [μισθώσιμος] μισθωτός, μισθωμένος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”