- μισθώτρια
μισθώτρια, ἡ, fem. zu μισϑωτής, ὁ, Phryn. com. bei Poll. 7, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθώτρια, ἡ, fem. zu μισϑωτής, ὁ, Phryn. com. bei Poll. 7, 131.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μισθώτρια — fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώτρια — η (Α μισθώτρια) βλ. μισθωτής … Dictionary of Greek
μισθώτριαι — μισθώτρια fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθώτριαν — μισθώτρια fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μισθωτής — ο, θηλ. μισθώτρια (ΑΜ μισθωτής, Α θηλ. μισθώτρια) [μισθώνω] 1. αυτός που λαμβάνει, έναντι ενοικίου, το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος το οποίο ανήκει σε άλλον, ο ενοικιαστής 2. αυτός που νοικιάζει κάτι με εργολαβία αρχ. αυτός που εργολαβικώς… … Dictionary of Greek