- μεσο-νήστιμος
μεσο-νήστιμος, in der Mitte der Fastenzeit, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσο-νήστιμος, in der Mitte der Fastenzeit, K. S.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσονήστιμος — μεσονήστιμος, ον (Μ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νηστείας ή αυτός που συμπίπτει με το μέσο τής νηστείας 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ μεσονήστιμος, τὸ μεσονήστιμον η μεσαία εβδομάδα τής Μεγάλης Σαρακοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek