- μεσό-κωλον
μεσό-κωλον, τό, wie μεσεντέριον, Darmfett, Gekröse, soweit es an den dicken Därmen hängt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσό-κωλον, τό, wie μεσεντέριον, Darmfett, Gekröse, soweit es an den dicken Därmen hängt, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσόκωλον — μεσόκωλον, τὸ (Α) 1. το μέσο τού κώλου, τού μέλους 2. στον πληθ. τὰ μεσόκωλα το τμήμα τού μεσεντερίου που βρίσκεται μετά το κώλο, το κωλάντερο. [ΕΤΥΜΟΛ. μέσον + κῶλον] … Dictionary of Greek