- μεσό-κρᾱνον
μεσό-κρᾱνον, τό, die Mitte des Schädels, Poll. 2, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μεσό-κρᾱνον, τό, die Mitte des Schädels, Poll. 2, 39.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περίκρανον — τὸ, Α κάλυμμα κεφαλής, κράνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρανον (< *κρανον, βλ. κρανίο), πρβλ. μεσό κρανον)] … Dictionary of Greek
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek